LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Sharp-eared
/ʃˈɑːpˈiəd/
/ʃˈɑːɹpˈɪɹd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "sharp-eared"
sharp-eared
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having keen hearing
word family
sharp-eared
sharp-eared
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
sharp-cornered
sharp-angled
sharp tongue
sharp practice
sharp as a tack
sharp-eyed
sharp-limbed
sharp-nosed
sharp-pointed
sharp-set
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App