LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Shallowly
/ʃˈæləʊli/
/ʃˈæloʊli/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "shallowly"
shallowly
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in a shallow manner
word family
shallow
shallow
Adjective
shallowly
Adverb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
shallow-draught
shallow-draft
shallow streams make most din
shallow fry
shallow fording
shallowness
shallu
shalom asch
shalwar
sham
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App