Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to sex up
[phrase form: sex]
01
καλλωπίζω, κάνω πιο σέξι
to make something more interesting, often by making it sexually appealing
Παραδείγματα
The designer sought to sex up the fashion show by incorporating bold colors and unconventional designs.
Ο σχεδιαστής προσπάθησε να κάνει πιο ελκυστική τη σόου μόδας ενσωματώνοντας τολμηρά χρώματα και ασυνήθιστα σχέδια.
The journalist 's goal was to sex up the news story by adding dramatic details and personal interviews
Ο στόχος του δημοσιογράφου ήταν να κάνει πιο ελκυστική την είδηση προσθέτοντας δραματικές λεπτομέρειες και προσωπικές συνεντεύξεις.
02
αλλάζω συχνά, είμαι ευμετάβλητος
to have a tendency to change frequently
Παραδείγματα
The stock market often experiences sudden shifts that can sex up investors' portfolios.
Η χρηματιστηριακή αγορά βιώνει συχνά ξαφνικές αλλαγές που μπορούν να ζωντανέψουν τα χαρτοφυλάκια των επενδυτών.
His moods tend to sex up unexpectedly, making it challenging to predict his reactions.
Οι διαθέσεις του τείνουν να αλλάζουν συχνά απροσδόκητα, κάνοντας δύσκολη την πρόβλεψη των αντιδράσεων του.



























