Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sex organ
01
σεξουαλικό όργανο, αναπαραγωγικό όργανο
a specialized anatomical structure involved in sexual reproduction and the expression of sexual characteristics
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σεξουαλικό όργανο, αναπαραγωγικό όργανο