Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bearded
01
γενειοφόρος, με γένια
having hair growing on the lower part of one's face
Παραδείγματα
The bearded man looked rugged and masculine with his thick facial hair.
Ο γενειοφόρος άνδρας φαινόταν ανδρειωμένος και αρρενωπός με το πυκνό του τρίχωμα στο πρόσωπο.
The bearded actor was cast in roles that required a more mature and distinguished appearance.
Ο γενειοφόρος ηθοποιός επιλέχθηκε για ρόλους που απαιτούσαν μια πιο ώριμη και διακεκριμένη εμφάνιση.
02
γενειοφόρος, αχναρός
having a growth of hairlike awns
Λεξικό Δέντρο
bearded
beard



























