LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Sensory epilepsy
/sˈɛnsəɹˌi ˈɛpɪlˌɛpsi/
/sˈɛnsɚɹi ˈɛpɪlˌɛpsi/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "sensory epilepsy"
Sensory epilepsy
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
focal epilepsy initiated by somatosensory phenomena
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
sensory deprivation
sensory cortex
sensory aphasia
sensory activity
sensory
sensory faculty
sensory fiber
sensory hair
sensory nerve
sensory neuron
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App