LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Self-depreciation
/sˈɛlfdɪpɹˌiːʃɪˈeɪʃən/
/sˈɛlfdɪpɹˌiːʃɪˈeɪʃən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "self-depreciation"
Self-depreciation
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a feeling of being of little worth
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
self-deprecating
self-denying
self-denial
self-defense
self-defence
self-destroy
self-destruct
self-destruction
self-destructive
self-determination
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App