LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Bean plant
/bˈiːn plˈant/
/bˈiːn plˈænt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "bean plant"
Bean plant
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
any of various leguminous plants grown for their edible seeds and pods
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
bean fly
bean dip
bean curd
bean counter
bean caper
bean pod borer
bean sprout
bean tostada
bean tree
bean weevil
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App