LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Second power
/sˈɛkənd pˈaʊə/
/sˈɛkənd pˈaʊɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "second power"
Second power
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the product of two equal terms
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
second position
second person
second period
second nature
second mouse gets the cheese
second reading
second reich
second sacker
second sight
second stomach
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App