LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Seasonable
/sˈiːzənəbəl/
/ˈsizənəbəɫ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "seasonable"
seasonable
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
occurring or carried out at the suitable time
seasonable
timely
well-timed
opportune
Παράδειγμα
They
were
disappointed
when
they
discovered
that
the
grocery store
had
run out
of
seasonable
apples
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App