Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Season ticket
01
εισιτήριο σεζόν, συνδρομητική κάρτα
a ticket that allows entry to multiple events, games, or transport services during a set period, often at a discounted price
Παραδείγματα
She bought a season ticket for all the football matches this year.
Αγόρασε ένα εισιτήριο σεζόν για όλα τα ποδοσφαιρικά παιχνίδια φέτος.
He uses his season ticket to watch every performance at the theater.
Χρησιμοποιεί το εποχικό του εισιτήριο για να παρακολουθεί κάθε παράσταση στο θέατρο.



























