LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Sealing
/sˈiːlɪŋ/
/ˈsiɫɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "sealing"
Sealing
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of treating something to make it repel water
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
sealer
sealed instrument
sealed
sealant
seal script
sealing material
sealing wax
sealskin tent
sealyham terrier
seam
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App