LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Seal in
/sˈiːl ˈɪn/
/sˈiːl ˈɪn/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "seal in"
to seal in
ΡΉΜΑ
01
close with or as if with a tight seal
word family
seal in
seal in
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
seal fate
seal brown
seal bomb
seal
seahorse
seal limbs
seal of approval
seal off
seal oil
seal ring
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App