LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Bazooka
/bɐzˈuːkɐ/
/bəˈzukə/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "bazooka"
Bazooka
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a portable rocket launcher designed for use against tanks and armored vehicles
Παράδειγμα
The
infantry
squad
carried
a
bazooka
to
counter
potential
armored
threats
on
the
battlefield
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App