Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Science lab
01
εργαστήριο επιστημών, επιστημονικό εργαστήριο
a room or facility equipped for conducting scientific experiments, research, or education
Παραδείγματα
The students conducted experiments in the science lab.
Οι μαθητές πραγματοποίησαν πειράματα στο επιστημονικό εργαστήριο.
The school built a new science lab with modern equipment.
Το σχολείο έχτισε ένα νέο επιστημονικό εργαστήριο με σύγχρονο εξοπλισμό.



























