Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
School bus
01
σχολικό λεωφορείο, λεωφορείο του σχολείου
a large motor vehicle designed to transport students to and from school
Παραδείγματα
The school bus arrived at the bus stop to pick up the children in the morning.
Το σχολικό λεωφορείο έφτασε στη στάση λεωφορείου για να παραλάβει τα παιδιά το πρωί.
She waved goodbye to her son as he boarded the school bus for his field trip.
Χαιρέτησε με το χέρι της τον γιο της καθώς ανέβαινε στο σχολικό λεωφορείο για την εκδρομή του.



























