Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sarcophaga carnaria
/sɑːɹkˈɑːfəɡə kɑːɹnˈɛɹiə/
/sɑːkˈɒfəɡə kɑːnˈeəɹiə/
Sarcophaga carnaria
01
σαρκοφάγα carnaria, μύγα του κρέατος
fly whose larvae feed on carrion or the flesh of living animals
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σαρκοφάγα carnaria, μύγα του κρέατος