Salicylate
volume
British pronunciation/sˈælɪsˌɪle‍ɪt/
American pronunciation/sˈælɪsˌɪleɪt/

Ορισμός και Σημασία του "salicylate"

01

a salt of salicylic acid (included in several commonly used drugs)

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store