LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Salade
/sˈæleɪd/
/sˈæleɪd/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "salade"
Salade
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a light medieval helmet with a slit for vision
word family
salade
salade
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
salad plate
salad oil
salad nicoise
salad greens
salad green
saladin
salal
salamander
salamandra
salamandra atra
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App