Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sailing boat
01
ιστιοπλοϊκό, μικρό ιστιοφόρο
a small sailing vessel, typically equipped with a single mast
Παραδείγματα
They spent the afternoon cruising the lake in their small sailing boat.
Πέρασαν το απόγευμα κάνωντας κρουαζιέρα στη λίμνη με το μικρό τους ιστιοφόρο.
The regatta featured dozens of colorful sailing boats competing.
Η ρέγκατα περιλάμβανε δεκάδες πολύχρωμες ιστιοφόρες που διαγωνίζονταν.



























