Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Safety hat
01
κράνος ασφαλείας, προστατευτικό κράνος
a lightweight protective helmet (plastic or metal) worn by construction workers
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κράνος ασφαλείας, προστατευτικό κράνος