LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Rush out
/ɹˈʌʃ ˈaʊt/
/ɹˈʌʃ ˈaʊt/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "rush out"
to rush out
ΡΉΜΑ
01
jump out from a hiding place and surprise (someone)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
rush off
rush nut
rush hour
rush grass
rush family
rush rose
rush-grass
rushdie
rushed
rusher
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App