Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Rural area
01
αγροτική περιοχή, επαρχία
an area of land located outside the densely populated urban areas in a city or town
Παραδείγματα
Life in a rural area is quieter and slower-paced than in urban centers.
Η ζωή σε μια αγροτική περιοχή είναι πιο ήσυχη και πιο αργή από ό,τι στα αστικά κέντρα.
The government has started initiatives to improve healthcare in rural areas.
Η κυβέρνηση έχει ξεκινήσει πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της υγειονομικής περίθαλψης στις αγροτικές περιοχές.



























