Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Running shoe
01
παπούτσι τρεξίματος, αθλητικό παπούτσι για τρέξιμο
a shoe that is light, comfortable, and suitable for running and other sports
Παραδείγματα
She bought a new pair of running shoes for the marathon.
Αγόρασε ένα καινούριο ζευγάρι παπούτσια τρεξίματος για το μαραθώνιο.
Running shoes provide the cushioning needed for long-distance runs.
Τα παπούτσια τρεξίματος παρέχουν την απαραίτητη αμορτίσμα για αγώνες μεγάλων αποστάσεων.



























