Run-in
volume
British pronunciation/ɹˈʌnˈɪn/
American pronunciation/ɹˈʌnˈɪn/

Ορισμός και Σημασία του "run-in"

01

a fight or argument, particularly with someone with authority

run-in

n
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store