Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ruled
01
υπόκειται σε μια κυβερνώσα αρχή, κυβερνώμενος
subject to a ruling authority
02
γραμμωμένος, διαγραμμισμένος
having horizontal lines printed on the surface, used to guide writing or drawing, typically on paper
Παραδείγματα
The notebook had ruled pages for taking notes.
Το σημειωματάριο είχε γραμμωμένες σελίδες για σημειώσεις.
She preferred ruled paper for organizing her thoughts neatly.
Προτιμούσε χαρτί με γραμμές για να οργανώνει τις σκέψεις της τακτοποιημένα.
Λεξικό Δέντρο
ruled
rule



























