LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Bathhouse
/bˈɑːθhaʊs/
/bˈæθhaʊs/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "bathhouse"
Bathhouse
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a building containing public baths
02
a building containing dressing rooms for bathers
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
bathetic
bather
bathe
bath water
bath towel
bathing
bathing cap
bathing costume
bathing machine
bathing suit
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App