LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Ruffled
/ɹˈʌfəld/
/ˈɹəfəɫd/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "ruffled"
ruffled
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having decorative ruffles or frills
02
shaken into waves or undulations as by wind
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
ruffle up
ruffle feathers
ruffle
ruffianly
ruffianism
rufous
rufous rubber cup
rug
rug beater
rug hooking
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App