LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Royal charter
/ɹˈɔɪəl tʃˈɑːtə/
/ɹˈɔɪəl tʃˈɑːɹɾɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "royal charter"
Royal charter
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a charter granted by the sovereign (especially in Great Britain)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
royal casino
royal canadian mounted police
royal brace
royal blue
royal antelope
royal court
royal family
royal flush
royal house
royal jelly
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App