Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Room access
01
πρόσβαση στο δωμάτιο, είσοδος του δωματίου
the entrance (the space in a wall) through which you enter or leave a room or building; the space that a door can close
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πρόσβαση στο δωμάτιο, είσοδος του δωματίου