Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Rookery
01
αποικία φωλιών, φωλιάσμα
a collection of nests that a bird colony, such as rooks build for breeding
Λεξικό Δέντρο
rookery
rook
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αποικία φωλιών, φωλιάσμα
Λεξικό Δέντρο