LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Basic assumption
/bˈeɪsɪk ɐsˈʌmpʃən/
/bˈeɪsɪk ɐsˈʌmpʃən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "basic assumption"
Basic assumption
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an assumption that is basic to an argument
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
basic
basia
bashfulness
bashfully
bashful
basic cognitive process
basic color
basic colour
basic dye
basic iron
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App