Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
reverent
01
ευλαβής, σεβαστικός
feeling or displaying a great amount of admiration and respect
Παραδείγματα
The audience was reverent during the keynote speaker ’s address.
Το κοινό ήταν ευλαβικό κατά τη διάρκεια της ομιλίας του κύριου ομιλητή.
His tone was reverent when discussing his mentor ’s achievements.
Ο τόνος του ήταν σεβαστικός όταν συζητούσε για τα επιτεύγματα του μέντορά του.
02
εὐλαβής, σεβαστός
showing deep respect and honor toward God
Παραδείγματα
The congregation stood in reverent silence during the prayer.
Η συγκέντρωση στεκόταν σε ευλαβική σιωπή κατά τη διάρκεια της προσευχής.
His reverent tone reflected his devotion.
Ο ευλαβικός τόνος του αντικατόπτριζε την αφοσίωσή του.
Λεξικό Δέντρο
irreverent
reverential
reverently
reverent
revere



























