reverent
re
ˈrɛ
ρε
ve
βερ
rent
rənt
ραντ
British pronunciation
/ɹˈɛvɹənt/

Ορισμός και σημασία του "reverent"στα αγγλικά

01

ευλαβής, σεβαστικός

feeling or displaying a great amount of admiration and respect
example
Παραδείγματα
The audience was reverent during the keynote speaker ’s address.
Το κοινό ήταν ευλαβικό κατά τη διάρκεια της ομιλίας του κύριου ομιλητή.
His tone was reverent when discussing his mentor ’s achievements.
Ο τόνος του ήταν σεβαστικός όταν συζητούσε για τα επιτεύγματα του μέντορά του.
02

εὐλαβής, σεβαστός

showing deep respect and honor toward God
example
Παραδείγματα
The congregation stood in reverent silence during the prayer.
Η συγκέντρωση στεκόταν σε ευλαβική σιωπή κατά τη διάρκεια της προσευχής.
His reverent tone reflected his devotion.
Ο ευλαβικός τόνος του αντικατόπτριζε την αφοσίωσή του.

Λεξικό Δέντρο

irreverent
reverential
reverently
reverent
revere
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store