LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Rentier
/ɹˈɛntɪə/
/ˈɹɛˌtiɝ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "rentier"
Rentier
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
someone whose income is from property rents or bond interest and other investments
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
renter
rente
rental income
rental collection
rental car
renting
renunciant
renunciation
renunciative
reoffend
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App