Reductive
volume
British pronunciation/ɹɪdˈʌktɪv/
American pronunciation/ɹɪdˈʌktɪv/

Ορισμός και Σημασία του "reductive"

01

characterized by or causing diminution or curtailment

word family

reduct

reduct

Verb

reductive

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store