LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Reductive
/ɹɪdˈʌktɪv/
/ɹɪdˈʌktɪv/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "reductive"
reductive
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
characterized by or causing diminution or curtailment
word family
reduct
reduct
Verb
reductive
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
reductionist
reductionism
reduction gear
reduction division
reduction
reductivism
redundance
redundancy
redundancy check
redundancy payment
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App