Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
red-purple
01
κόκκινο-μωβ, μωβ-κοκκινωπό
having a color that is purplish-red or a reddish hue with a relatively high proportion of purple in it
Παραδείγματα
Her scarf had a vibrant pattern in red-purple and white hues.
Το κασκόλ της είχε ένα ζωηρό σχέδιο σε αποχρώσεις κόκκινο-μωβ και λευκό.
The throw pillows on the couch featured a lively red-purple fabric.
Τα μαξιλάρια στον καναπέ είχαν ένα ζωηρό κόκκινο-μοβ ύφασμα.



























