LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Reclining
/ɹɪklˈaɪnɪŋ/
/ɹiˈkɫaɪnɪŋ/, /ɹɪˈkɫaɪnɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "reclining"
Reclining
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of assuming or maintaining a reclining position
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
recliner chair
recliner
recline
reclassify
reclassification
reclining chair
reclining sofa
recluse
reclusive
reclusiveness
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App