LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Reciter
/ɹɪsˈaɪtɐ/
/ɹɪsˈaɪɾɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "reciter"
Reciter
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
someone who recites from memory
word family
recite
recite
Verb
reciter
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
recite
recitative
recitation
recitalist
recital
reckless
reckless driving
reckless youth makes rueful age
recklessly
recklessness
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App