LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Raped
/ɹˈeɪpt/
/ˈɹeɪpt/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "raped"
raped
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having been robbed and destroyed by force and violence
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
rape suspect
rape oil
rape conviction
rape
rapatronic camera
raper
rapeseed
rapeseed oil
raphanus
raphanus raphanistrum
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App