Banned
volume
British pronunciation/bˈænd/
American pronunciation/ˈbænd/

Ορισμός και Σημασία του "banned"

01

prohibited or not allowed by law, rule, or authority

banned

adj

ban

v
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store