Random variable
volume
British pronunciation/ɹˈandəm vˈeəɹɪəbəl/
American pronunciation/ɹˈændəm vˈɛɹɪəbəl/

Ορισμός και Σημασία του "random variable"

Random variable
01

a variable quantity that is random

word family

random variable

random variable

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store