Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
banking company
/bˈæŋkɪŋ kˈʌmpəni/
/bˈaŋkɪŋ kˈʌmpəni/
Banking company
01
τραπεζική εταιρεία, τραπεζικό ίδρυμα
a financial institution that accepts deposits and channels the money into lending activities
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τραπεζική εταιρεία, τραπεζικό ίδρυμα