Radioisotope
volume
British pronunciation/ɹˌeɪdɪəʊˈaɪsətˌəʊp/
American pronunciation/ɹˌeɪdɪoʊˈaɪsətˌoʊp/

Ορισμός και Σημασία του "radioisotope"

01

a radioactive isotope of an element; produced either naturally or artificially

word family

radioisotope

radioisotope

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store