Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
quotidian
01
καθημερινός, ημερήσιος
taking place every day and thus considered as an ordinary occurrence
Παραδείγματα
Her quotidian routine included a morning jog and a cup of coffee.
Η καθημερινή ρουτίνα της περιλάμβανε ένα πρωινό τρέξιμο και ένα φλιτζάνι καφέ.
The quotidian tasks of the office became monotonous over time.
Οι καθημερινές εργασίες του γραφείου έγιναν μονότονες με τον καιρό.



























