LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Queens
/kwˈiːnz/
/ˈkwinz/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "queens"
Queens
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a borough of New York City
word family
queens
queens
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
queenly
queenlike
queenfish
queen-sized
queen-size bed
queensberry rules
queensboro bridge
queensland
queensland bottletree
queensland grass-cloth plant
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App