Quantized
volume
British pronunciation/kwˈɒntaɪzd/
American pronunciation/kwˈɑːntaɪzd/
quantised

Ορισμός και Σημασία του "quantized"

01

of or relating to a quantum or capable of existing in only one of two states

word family

quant

quant

Noun

quantize

Verb

quantized

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store