Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pyx
01
πυξίδα, δημητριακοθήκη
a container to keep a holy bread in a Christian ceremony
Παραδείγματα
Yesterday, the pyx was carried with reverence to the altar.
Χθες, η πυξίδα μεταφέρθηκε με ευλάβεια στο θυσιαστήριο.
They were examining the ornate details engraved on the pyx during the church tour.
Εξέταζαν τα διακοσμητικά στοιχεία που ήταν χαραγμένα στο πυξίδιο κατά τη διάρκεια της περιήγησης στην εκκλησία.
02
κιβώτιο, σεντούκι
a chest in which coins from the mint are held to await assay



























