LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Pyrectic
/paɪɹˈɛktɪk/
/paɪɹˈɛktɪk/
Noun (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "pyrectic"
Pyrectic
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
any substance that can cause a rise in body temperature
pyrectic
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having or causing fever
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
pyre
pyrausta
pyramidically
pyramidical
pyramidal
pyretic
pyrex
pyrexia
pyridine
pyridium
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App