Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Putty
01
στόκος, γύψος
a pliable material used for filling gaps and cracks in surfaces, providing a smooth and durable finish
to putty
01
εφαρμόζω στόκο, στοκώνω
apply putty in order to fix or fill
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
στόκος, γύψος
εφαρμόζω στόκο, στοκώνω