LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Pumped
/pˈʌmpt/
/ˈpəmpt/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "pumped"
pumped
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
tense with excitement and enthusiasm as from a rush of adrenaline
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
pump-type pliers
pump-and-dump scheme
pump well
pump up
pump room
pumped up
pumped-up
pumpernickel
pumping station
pumpkin
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App